Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνωσιολογία οι γνωσιολογίες
      γενική της γνωσιολογίας των γνωσιολογιών
    αιτιατική τη γνωσιολογία τις γνωσιολογίες
     κλητική γνωσιολογία γνωσιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωσιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gnoseology < αρχαία ελληνική γνῶσις + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνωσιολογία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία