Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνωμολογικός η γνωμολογική το γνωμολογικό
      γενική του γνωμολογικού της γνωμολογικής του γνωμολογικού
    αιτιατική τον γνωμολογικό τη γνωμολογική το γνωμολογικό
     κλητική γνωμολογικέ γνωμολογική γνωμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνωμολογικοί οι γνωμολογικές τα γνωμολογικά
      γενική των γνωμολογικών των γνωμολογικών των γνωμολογικών
    αιτιατική τους γνωμολογικούς τις γνωμολογικές τα γνωμολογικά
     κλητική γνωμολογικοί γνωμολογικές γνωμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωμολογικός < (ελληνιστική κοινήγνωμολογικός (αποφθεγματικός)

  Επίθετο επεξεργασία

γνωμολογικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία