Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γνωμηγέτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γνωμηγέτ
ης
οι
γνωμηγέτ
ες
γενική
του
γνωμηγέτ
η
των
γνωμηγετ
ών
αιτιατική
τον
γνωμηγέτ
η
τους
γνωμηγέτ
ες
κλητική
γνωμηγέτ
η
γνωμηγέτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γνωμηγέτης
<
γνώμη
+
ηγέτης
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
opinion
leader
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γνωμηγέτης
αρσενικό
(
νεολογισμός
)
άλλη μορφή
του
γνωμηγήτορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γνωμηγέτης
→
δείτε
τη λέξη
γνωμηγήτορας