γλάρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλάρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλάρωμα ουδέτερο
- το χρονικό διάστημα που προηγείται του ύπνου, όταν το άτομο γαληνεύει και αρχίζουν να κλείνουν τα μάτια του
- (μεταφορικά) το αφηρημένο, απλανές βλέμμα κάποιου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλάρωμα
|