Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλάρωμα τα γλαρώματα
      γενική του γλαρώματος των γλαρωμάτων
    αιτιατική το γλάρωμα τα γλαρώματα
     κλητική γλάρωμα γλαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλάρωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλάρωμα ουδέτερο

  1. το χρονικό διάστημα που προηγείται του ύπνου, όταν το άτομο γαληνεύει και αρχίζουν να κλείνουν τα μάτια του
  2. (μεταφορικά) το αφηρημένο, απλανές βλέμμα κάποιου

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία