Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκοφρέτα οι γκοφρέτες
      γενική της γκοφρέτας των γκοφρετών
    αιτιατική την γκοφρέτα τις γκοφρέτες
     κλητική γκοφρέτα γκοφρέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκοφρέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gaufrette + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡoˈfɾe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκο‐φρέ‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκοφρέτα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία