γκοφρέτα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γκοφρέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gaufrette + -α [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡoˈfɾe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκο‐φρέ‐τα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γκοφρέτα θηλυκό
- (γλυκό) ένα είδος μπισκότου με φύλλα ζύμης με επιφάνεια γκοφρέ και στρώσεις κρέμας (συνήθως σοκολάτας)
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
- γκοφρέττα (μη απλοποιημένη)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γκοφρέτα
Επεξεργασία
- ↑ «γκοφρέτα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.