γκομενοδουλειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκομενοδουλειά | οι | γκομενοδουλειές |
γενική | της | γκομενοδουλειάς | των | γκομενοδουλειών |
αιτιατική | την | γκομενοδουλειά | τις | γκομενοδουλειές |
κλητική | γκομενοδουλειά | γκομενοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκομενοδουλειά θηλυκό
- (προφορικό) η ενασχόληση με ερωτικά ζητήματα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκομενοδουλειά
|