γκλάβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκλάβα | οι | γκλάβες |
γενική | της | γκλάβας | — | |
αιτιατική | την | γκλάβα | τις | γκλάβες |
κλητική | γκλάβα | γκλάβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκλάβα < σλαβικής προέλευσης glava (κεφάλι) [1][2] < πρωτοσλαβική *golva [3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɡla.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκλά‐βα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκλάβα θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- λέω/κάνω/πράττω ό,τι κατεβάσει η γκλάβα μου: λέω ή κάνω πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, απερίσκεπτα ή με υπολογισμούς της τελυταίας στιγμής
- ≈ συνώνυμα: ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου, → δείτε τη λέξη κούτρα
- κάνω γκλάβα: μεθάω, μαστουρώνω[4]
- κατεβάζει η γκλάβα (κατεβάζει το κεφάλι)
- κόβει η γκλάβα μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γκλάβα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γκλάβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ γκλάβα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Reconstruction:Proto-Slavic/golva στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 22.