↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκλάβα οι γκλάβες
      γενική της γκλάβας
    αιτιατική την γκλάβα τις γκλάβες
     κλητική γκλάβα γκλάβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκλάβα < σλαβικής προέλευσης glava (κεφάλι) [1][2] < πρωτοσλαβική *golva [3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɡla.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκλά‐βα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκλάβα θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γκλάβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γκλάβαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Reconstruction:Proto-Slavic/golva στο αγγλικό Βικιλεξικό
  4. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 22.