γκλαβανή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκλαβανή < σλαβικής προέλευσης glavanija < glava (κεφάλι) < πρωτοσλαβική *golva (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκλαβανή θηλυκό
- (παρωχημένο) ξύλινη καταπακτή δαπέδου που οδηγεί σε υπόγειο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γκλαβανή
|