γκιοζλεμές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκιοζλεμές < (άμεσο δάνειο) τουρκική gözleme + -ς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɟo.zleˈmes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκιο‐ζλε‐μές
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκιοζλεμές αρσενικό
- (γαστρονομία) είδος αλμυρού ψωμιού τουρκικής προέλευσης, κενό στο ενδιάμεσο ώστε να γεμίζεται με διάφορα υλικά