Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκεμπελικός η γκεμπελική το γκεμπελικό
      γενική του γκεμπελικού της γκεμπελικής του γκεμπελικού
    αιτιατική τον γκεμπελικό την γκεμπελική το γκεμπελικό
     κλητική γκεμπελικέ γκεμπελική γκεμπελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκεμπελικοί οι γκεμπελικές τα γκεμπελικά
      γενική των γκεμπελικών των γκεμπελικών των γκεμπελικών
    αιτιατική τους γκεμπελικούς τις γκεμπελικές τα γκεμπελικά
     κλητική γκεμπελικοί γκεμπελικές γκεμπελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκεμπελικός < γκαιμπελικός

  Επίθετο επεξεργασία

γκεμπελικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία