γκεμπελίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκεμπελίσκος < γκαιμπελίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκεμπελίσκος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκεμπελίσκος
→ δείτε τη λέξη γκαιμπελίσκος |
γκεμπελίσκος αρσενικό
→ δείτε τη λέξη γκαιμπελίσκος |