↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιαχνιστός η γιαχνιστή το γιαχνιστό
      γενική του γιαχνιστού της γιαχνιστής του γιαχνιστού
    αιτιατική τον γιαχνιστό τη γιαχνιστή το γιαχνιστό
     κλητική γιαχνιστέ γιαχνιστή γιαχνιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιαχνιστοί οι γιαχνιστές τα γιαχνιστά
      γενική των γιαχνιστών των γιαχνιστών των γιαχνιστών
    αιτιατική τους γιαχνιστούς τις γιαχνιστές τα γιαχνιστά
     κλητική γιαχνιστοί γιαχνιστές γιαχνιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιαχνιστός < γιαχνίζω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

γιαχνιστός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία