γιαλόκλειστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γιαλόκλειστος, -η, -ο
- ο περίκλειστος από γιαλό, αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα, συνεπώς η νήσος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιαλόκλειστος
|
γιαλόκλειστος, -η, -ο
|