Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γηρίατρος οι γηρίατροι
      γενική του/της
του
γηριάτρου
γηρίατρου
των γηριάτρων
γηρίατρων
    αιτιατική τον/τη γηρίατρο τους/τις
τους
γηριάτρους
γηρίατρους
     κλητική γηρίατρε γηρίατροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γηρίατρος < γαλλική gériatre < gériatr(ie). Μορφολογικά αναλύεται σε γηρ(αιών) + -ίατρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γηρίατρος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία