γηθόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασίαγηθόμενος αρσενικό, (θηλυκό γηθομένη, ουδέτερο γηθόμενον)
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος γηθέω
- → δείτε τη λέξη γηθέω
γηθόμενος αρσενικό, (θηλυκό γηθομένη, ουδέτερο γηθόμενον)