γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γηθόμενος γηθομένη τὸ γηθόμενον
      γενική τοῦ γηθομένου τῆς γηθομένης τοῦ γηθομένου
      δοτική τῷ γηθομέν τῇ γηθομέν τῷ γηθομέν
    αιτιατική τὸν γηθόμενον τὴν γηθομένην τὸ γηθόμενον
     κλητική ! γηθόμενε γηθομένη γηθόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γηθόμενοι αἱ γηθόμεναι τὰ γηθόμεν
      γενική τῶν γηθομένων τῶν γηθομένων τῶν γηθομένων
      δοτική τοῖς γηθομένοις ταῖς γηθομέναις τοῖς γηθομένοις
    αιτιατική τοὺς γηθομένους τὰς γηθομένᾱς τὰ γηθόμεν
     κλητική ! γηθόμενοι γηθόμεναι γηθόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γηθομένω τὼ γηθομέν τὼ γηθομένω
      γεν-δοτ τοῖν γηθομένοιν τοῖν γηθομέναιν τοῖν γηθομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

γηθόμενος αρσενικό, (θηλυκό γηθομένη, ουδέτερο γηθόμενον)