Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γηθόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Εάν γνωρίζετε κάπως το θέμα, βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
γηθόμεν
ος
ἡ
γηθομέν
η
τὸ
γηθόμεν
ον
γενική
τοῦ
γηθομέν
ου
τῆς
γηθομέν
ης
τοῦ
γηθομέν
ου
δοτική
τῷ
γηθομέν
ῳ
τῇ
γηθομέν
ῃ
τῷ
γηθομέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
γηθόμεν
ον
τὴν
γηθομέν
ην
τὸ
γηθόμεν
ον
κλητική
ὦ
!
γηθόμεν
ε
γηθομέν
η
γηθόμεν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
γηθόμεν
οι
αἱ
γηθόμεν
αι
τὰ
γηθόμεν
ᾰ
γενική
τῶν
γηθομέν
ων
τῶν
γηθομέν
ων
τῶν
γηθομέν
ων
δοτική
τοῖς
γηθομέν
οις
ταῖς
γηθομέν
αις
τοῖς
γηθομέν
οις
αιτιατική
τοὺς
γηθομέν
ους
τὰς
γηθομέν
ᾱς
τὰ
γηθόμεν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
γηθόμεν
οι
γηθόμεν
αι
γηθόμεν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
γηθομέν
ω
τὼ
γηθομέν
ᾱ
τὼ
γηθομέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
γηθομέν
οιν
τοῖν
γηθομέν
αιν
τοῖν
γηθομέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λυόμενος'
όπως «
λυόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
γηθόμενος
αρσενικό
, (
θηλυκό
γηθομένη
,
ουδέτερο
γηθόμενον
)
μετοχή
μεσοπαθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
γηθέω
→
δείτε
τη
λέξη
γηθέω