γεωεπιστήμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝe.o.e.piˈsti.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐ε‐πι‐στή‐μη
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεωεπιστήμη θηλυκό
- ((νεολογισμός) συνηθίζεται στον πληθυντικό) μία από τις επιστήμες που μελετούν τη Γη και το περιβάλλον της
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωεπιστήμη
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr