Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεροντοφιλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γεροντοφιλί
α
οι
γεροντοφιλί
ες
γενική
της
γεροντοφιλί
ας
των
γεροντοφιλι
ών
αιτιατική
τη
γεροντοφιλί
α
τις
γεροντοφιλί
ες
κλητική
γεροντοφιλί
α
γεροντοφιλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γεροντοφιλία
<
γέρων
+
φιλία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γεροντοφιλία
θηλυκό
η
αναζήτηση
ηλικιωμένου
ερωτικού
συντρόφου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεροντοφιλία
αγγλικά
:
gerontophilia
(en)
-->
γαλλικά
:
gérontophilie
(fr)
-->
γερμανικά
:
Gerontophilie
(de)
-->