γενέθλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγενέθλη θηλυκό (και γένεθλον ρίζα και -θλον)
- γέννηση, γενέθλια, ημέρα γέννησης
- γενέθλας ἀρχά
- φυλή, γενεά, οικογένεια, συγγένεια
- σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης (:εξ αίματος συγγένεια, εξ αίματος καταγωγή, γενεά)
- τόπος παραγωγής, τόπος γέννησης ή ιδιότητα
- ἦρχον τηλόθεν ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη (: από την Αλύβη, τόπο με πολλά κοιτάσματα αργύρου)
- Παιήονός εἰσι γενέθλης (:<ο καθένας> παριστάνει το γιατρό, λες και γεννήθηκε γιατρός, γιατρός εκ γενετής)
- απόγονος, γένος
- εἰ τὰ θνητῶν μὴ καταισχύνεσθ᾽ ἔτι γένεθλα (: αλλά αν δεν σέβεσαι το ανθρώπινο είδος, τα παιδιά των ανθρώπων, των θνητών -Σοφοκλής, Οιδ. Τύρ. 1425)