Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γένεθλον < γίγνομαι / γενεά + -θλον ή απο τον αόριστο ἐγεννήθην του γεννάω-γεννῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένεθλον ουδέτερο (και θηλυκό γενέθλη )