Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενάτος η γενάτη το γενάτο
      γενική του γενάτου της γενάτης του γενάτου
    αιτιατική τον γενάτο τη γενάτη το γενάτο
     κλητική γενάτε γενάτη γενάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενάτοι οι γενάτες τα γενάτα
      γενική των γενάτων των γενάτων των γενάτων
    αιτιατική τους γενάτους τις γενάτες τα γενάτα
     κλητική γενάτοι γενάτες γενάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γενάτος < γέν(ι) + -άτος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

γενάτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία