γενάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γενάτος | η | γενάτη | το | γενάτο |
γενική | του | γενάτου | της | γενάτης | του | γενάτου |
αιτιατική | τον | γενάτο | τη | γενάτη | το | γενάτο |
κλητική | γενάτε | γενάτη | γενάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γενάτοι | οι | γενάτες | τα | γενάτα |
γενική | των | γενάτων | των | γενάτων | των | γενάτων |
αιτιατική | τους | γενάτους | τις | γενάτες | τα | γενάτα |
κλητική | γενάτοι | γενάτες | γενάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γενάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γενάτος < γέν(ι) + -άτος[1]
Επίθετο
επεξεργασίαγενάτος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γενάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας