↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γδυμνός η γδυμνή το γδυμνό
      γενική του γδυμνού της γδυμνής του γδυμνού
    αιτιατική τον γδυμνό τη γδυμνή το γδυμνό
     κλητική γδυμνέ γδυμνή γδυμνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γδυμνοί οι γδυμνές τα γδυμνά
      γενική των γδυμνών των γδυμνών των γδυμνών
    αιτιατική τους γδυμνούς τις γδυμνές τα γδυμνά
     κλητική γδυμνοί γδυμνές γδυμνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γδυμνός < μεσαιωνική ελληνική γδυμνός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣðiˈmnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γδυ‐μνός

  Επίθετο

επεξεργασία

γδυμνός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 15.