↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαϊτανωτός η γαϊτανωτή το γαϊτανωτό
      γενική του γαϊτανωτού της γαϊτανωτής του γαϊτανωτού
    αιτιατική τον γαϊτανωτό τη γαϊτανωτή το γαϊτανωτό
     κλητική γαϊτανωτέ γαϊτανωτή γαϊτανωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαϊτανωτοί οι γαϊτανωτές τα γαϊτανωτά
      γενική των γαϊτανωτών των γαϊτανωτών των γαϊτανωτών
    αιτιατική τους γαϊτανωτούς τις γαϊτανωτές τα γαϊτανωτά
     κλητική γαϊτανωτοί γαϊτανωτές γαϊτανωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαϊτανωτός < μεσαιωνική ελληνική γαϊτανωτός < γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν)

  Επίθετο

επεξεργασία

γαϊτανωτός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία