γαϊτανωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαϊτανωτός < μεσαιωνική ελληνική γαϊτανωτός < γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν)
Επίθετο επεξεργασία
γαϊτανωτός, -ή, -ό
- (παρωχημένο) στολισμένος ή κεντημένος με γαϊτάνι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γαϊτάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαϊτανωτός
|