γαστρεντερίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαστρεντερίτιδα θηλυκό
- λοίμωξη του γαστρεντερικού συστήματος που εκδηλώνεται με εμετούς και/ή με διάρροια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαστρεντερίτιδα
γαστρεντερίτιδα θηλυκό