γαριδοχορτόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαριδοχορτόσουπα | οι | γαριδοχορτόσουπες |
γενική | της | γαριδοχορτόσουπας | — | |
αιτιατική | τη | γαριδοχορτόσουπα | τις | γαριδοχορτόσουπες |
κλητική | γαριδοχορτόσουπα | γαριδοχορτόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαριδοχορτόσουπα < γαρίδ(α) + -ο- + χορτόσουπα (χορτό- + -σουπα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαριδοχορτόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο παρασκευής τις βραστές γαρίδες με χόρτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαριδοχορτόσουπα
|