γαργερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαργερός | η | γαργερή | το | γαργερό |
γενική | του | γαργερού | της | γαργερής | του | γαργερού |
αιτιατική | τον | γαργερό | τη | γαργερή | το | γαργερό |
κλητική | γαργερέ | γαργερή | γαργερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαργεροί | οι | γαργερές | τα | γαργερά |
γενική | των | γαργερών | των | γαργερών | των | γαργερών |
αιτιατική | τους | γαργερούς | τις | γαργερές | τα | γαργερά |
κλητική | γαργεροί | γαργερές | γαργερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαργερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαγαργερός, -ή, -ό
- (κρητικά) βρόμικος, ρυπαρός
- ※ Σα γαργερό μου φάνηκε κ' επήγα να το πλύνω κ' εφούσκωσεν η θάλασσα κι' επήρεν το το κύμα (Αριστείδης Κριάρης, Κρητικά άσματα, Τυπογρ. Σ.Λ. Ανδρουλάκάκη, 1909, σελ. 171)
- ※ και μι'αρκομπούζα γαργερή κρατούσιν εις την χέρα, 'ς τη μέσην ένα μπίστολο και μια σκουλομαχαίρα (Émile Legrand, Recueil de poèmes historiques en grec vulgaire: relatifs à la Turquie et aux principautés danubiennes, Ernest Leroux éditeur, Paris, 1877 [1])