↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαιοϊκανότητα οι γαιοϊκανότητες
      γενική της γαιοϊκανότητας των γαιοϊκανοτήτων
    αιτιατική τη γαιοϊκανότητα τις γαιοϊκανότητες
     κλητική γαιοϊκανότητα γαιοϊκανότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαιοϊκανότητα < γαιο- + ικανότητα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.o.i.kaˈno.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαι‐ο‐ϊ‐κα‐νό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαιοϊκανότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κεφάλαιο 4: Εδαφικοί πόροι, βιβλίο μαθήματος Διαχείριση Φυσικών Πόρων (Α Γενικού Λυκείου)