γαζέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαζέλα | οι | γαζέλες |
γενική | της | γαζέλας | των | γαζελών |
αιτιατική | τη | γαζέλα | τις | γαζέλες |
κλητική | γαζέλα | γαζέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣaˈze.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐ζέ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαζέλα θηλυκό
- (ζωολογία) αντιλόπη του γένους Gazella· ζει κυρίως στην Αφρική και είναι γνωστή για τη μεγάλη ταχύτητα και αντοχή της στο τρέξιμο
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός γυναίκας λεπτής, ευκίνητης, με χάρη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γαζέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας