↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαζέλα οι γαζέλες
      γενική της γαζέλας των γαζελών
    αιτιατική τη γαζέλα τις γαζέλες
     κλητική γαζέλα γαζέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γαζέλα (Gazella bennettii.)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαζέλα < (οπτικό δάνειο) γαλλική gazell(e) + [1] < αραβική غَزَال (ḡazāl)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣaˈze.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐ζέ‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαζέλα θηλυκό

  1. (ζωολογία) αντιλόπη του γένους Gazella· ζει κυρίως στην Αφρική και είναι γνωστή για τη μεγάλη ταχύτητα και αντοχή της στο τρέξιμο
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός γυναίκας λεπτής, ευκίνητης, με χάρη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία