Δείτε επίσης: Βάρις, Βάρης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βαριδ-
ονομαστική βᾶρις αἱ βάριδες
& βάρεις
ιωνικός: βάριες
      γενική τῆς βάριδος
ιωνικός: βάριος
τῶν βαρίδων
& βαρέων
      δοτική τῇ βάριδ
& βάρει
ταῖς βάρισ(ν)
& βαρίδεσσι(ν)
    αιτιατική τὴν βᾶριν τὰς βάριδᾰς
     κλητική ! βᾶρι βάριδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάριδε
γεν-δοτ τοῖν  βαρίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βᾶρις < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή bꜣjr (bair, byra, bary)[1]
bbAAy
r Z1
P1

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βᾶρις θηλυκό (& γενική βάρεως & ιωνικός τύπος γενικής βάριος)

  1. (ναυτικός όρος) πλοιάριο, βάρκα
    ※  ἀπικνέεται ἐς ἑκάστην πόλιν βᾶρις ἐκ τῆς Προσωπίτιδος καλεομένης νήσου (Ηρόδοτος, 2, 41, 16)
  2. ποταμόπλοιο
  3. σχεδία
  4. (ελληνιστική σημασία) πύργος
    ※  βᾶρις· πλοῖον. ἢ τεῖχος. ἢ στοά. ἢ πύργος ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β)
  5. (ελληνιστική σημασία) οικία, μέγαρο
    ※  λέγεται βᾶρις ἡ οἰκία, ὡς Ποσείδιππος, καὶ ἡ συνοικία ὡς Ἔφορος (Στέφανος Βυζάντιος, Λεξικό, λήμμα βᾶρις)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Paulys Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, Baris

  Πηγές επεξεργασία