Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βυρωνιώτικος η βυρωνιώτικη το βυρωνιώτικο
      γενική του βυρωνιώτικου της βυρωνιώτικης του βυρωνιώτικου
    αιτιατική τον βυρωνιώτικο τη βυρωνιώτικη το βυρωνιώτικο
     κλητική βυρωνιώτικε βυρωνιώτικη βυρωνιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βυρωνιώτικοι οι βυρωνιώτικες τα βυρωνιώτικα
      γενική των βυρωνιώτικων των βυρωνιώτικων των βυρωνιώτικων
    αιτιατική τους βυρωνιώτικους τις βυρωνιώτικες τα βυρωνιώτικα
     κλητική βυρωνιώτικοι βυρωνιώτικες βυρωνιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυρωνιώτικος < Βυρωνιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.ɾoˈɲo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυ‐ρω‐νιώ‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

βυρωνιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τον Βύρωνα ή τους κατοίκους του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία