βυρωνιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βυρωνιώτικος < Βυρωνιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.ɾoˈɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυ‐ρω‐νιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαβυρωνιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τον Βύρωνα ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βυρωνιώτικος
|