↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρωσιμότητα οι βρωσιμότητες
      γενική της βρωσιμότητας των βρωσιμοτήτων
    αιτιατική τη βρωσιμότητα τις βρωσιμότητες
     κλητική βρωσιμότητα βρωσιμότητες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
βρωσιμότητα < βρώσιμ(ος) + -ότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾo.siˈmo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρω‐σι‐μό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρωσιμότητα θηλυκό στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βρώση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία