Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βροχοκουρτίνα οι βροχοκουρτίνες
      γενική της βροχοκουρτίνας των βροχοκουρτινών
    αιτιατική τη βροχοκουρτίνα τις βροχοκουρτίνες
     κλητική βροχοκουρτίνα βροχοκουρτίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια βροχοκουρτίνα

  Ετυμολογία επεξεργασία

βροχοκουρτίνα < βροχο- + κουρτίνα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾo.xo.kuɾˈti.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρο‐χο‐κουρ‐τί‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βροχοκουρτίνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία