↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βούκερος οι βούκεροι
      γενική του βούκερου των βούκερων
    αιτιατική τον βούκερο τους βούκερους
     κλητική βούκερε βούκεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βασιλικός βούκερος (Tockus alboterminatus)
 
Βούκερος ή μοσχοσίταρο (Trigonella foenum-graecum)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βούκερος < βοῦς + κέρας [ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvu.ce.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βού‐κε‐ρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βούκερος αρσενικό

  1. (πτηνό) πουλί που ανήκει στο γένος Βούκερος (Buceros) της οικογένειας των Βουκερόμορφων (Bucerotidae), τα οποία έχουν χαρακτηριστικά μεγάλο ράμφος και ζουν συνήθως σε τροπικά και υποτροπικά κλίματα
  2. (φυτό) κοινή ονομασία για το αρωματικό φυτό Trigonella foenum-graecum ή Buceras foenum-graecum, που ευδοκιμεί στη Μέση Ανατολή, στην Ινδία, στην Κίνα κ.ά., και μπαχαρικό που παρασκευάζεται από τους σπόρους του
     συνώνυμα: μοσχοσίταρο, μοσχοσίτι, τριγωνέλλα, τσιμένι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία