βουτυροκόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουτυροκόμος < βούτυρ(ον) + -ο- + -κόμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουτυροκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο παρασκευαστής του βουτύρου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουτυροκόμος
|