βουτσέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουτσέλα < μεσαιωνική ελληνική βουτσί / βουτζί + -έλα < βουτίον < ελληνιστική κοινή βοῦτις / βοῦττις[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **bʰeHw- (πρήζω, φουσκώνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουτσέλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουτσέλα
|