βουνιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουνιώτικος < Βουνιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuˈɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐νιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαβουνιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βουνιώτικος
|