βιόλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιόλυση | οι | βιολύσεις |
γενική | της | βιόλυσης | των | βιολύσεων |
αιτιατική | τη | βιόλυση | τις | βιολύσεις |
κλητική | βιόλυση | βιολύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biolysis < αρχαία ελληνική βιο- βίος + λῦσις (< λύω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιόλυση θηλυκό
- (βιολογία) η αποσύνθεση των ιστών και ο επακόλουθος θάνατος ενός οργανισμού
- (βιολογία) η αποσύνθεση οργανικού υλικού από μικροοργανισμούς