βιοσπηλαιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιοσπηλαιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biospeleology < αρχαία ελληνική βίος + σπήλαιον + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοσπηλαιολογία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιοσπηλαιολογία