βιοδιασπασιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοδιασπασιμότητα < βιοδιασπάσιμος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biodegradability)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοδιασπασιμότητα θηλυκό
- η ικανότητα ενός υλικού να αποσυντίθεται με βιολογικό τρόπο, ιδίως με την δράση μικροοργανισμών
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοδιασπασιμότητα