Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιετναμικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βιετναμικ
ός
η
βιετναμικ
ή
το
βιετναμικ
ό
γενική
του
βιετναμικ
ού
της
βιετναμικ
ής
του
βιετναμικ
ού
αιτιατική
τον
βιετναμικ
ό
τη
βιετναμικ
ή
το
βιετναμικ
ό
κλητική
βιετναμικ
έ
βιετναμικ
ή
βιετναμικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βιετναμικ
οί
οι
βιετναμικ
ές
τα
βιετναμικ
ά
γενική
των
βιετναμικ
ών
των
βιετναμικ
ών
των
βιετναμικ
ών
αιτιατική
τους
βιετναμικ
ούς
τις
βιετναμικ
ές
τα
βιετναμικ
ά
κλητική
βιετναμικ
οί
βιετναμικ
ές
βιετναμικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιετναμικός
<
Βιετνάμ
Επίθετο
επεξεργασία
βιετναμικός, -ή, -ό
σχετικός με το
Βιετνάμ
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
οικείο
)
βιετναμέζικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιετναμικός
γαλλικά
:
vietnamien
(fr)