λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βεστιοπρατήριον τὰ βεστιοπρατήρια
      γενική τοῦ βεστιοπρατηρίου τῶν βεστιοπρατηρίων
      δοτική τῷ βεστιοπρατηρί τοῖς βεστιοπρατηρίοις
    αιτιατική τὸ βεστιοπρατήριον τὰ βεστιοπρατήρια
     κλητική ! βεστιοπρατήριον βεστιοπρατήρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεστιοπρατήριον < βεστιοπρά(της) + -τήριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βεστιοπρατήριον ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

επίσης: αγορά υφασμάτων, κοσμημάτων

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε βέστα, βέστιον & βέστιον (ελληνιστική κοινή), vestis (λατινικά) και πρατήριος