βεστιοπρατεῖον
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεστιοπρατεῖον, λέξη του 11ου αιώνα < βεστιο(πρατήριον) + πρατεῖον < βεστιοπράτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεστιοπρατεῖον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- βεστιοπρατεῖον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)