μπεζεστένι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπεζεστένι | τα | μπεζεστένια |
γενική | του | μπεζεστενιού | των | μπεζεστενιών |
αιτιατική | το | μπεζεστένι | τα | μπεζεστένια |
κλητική | μπεζεστένι | μπεζεστένια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπεζεστένι < μεσαιωνική ελληνική μπεζεστένιν < τουρκική bezesten / bedesten[1] < περσική بزستان (bazistān) < αραβική بز (baz, ύφασμα, κέντημα) + περσική κατάληξη ستان (-istān) [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /be.zeˈste.ni/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεζεστένι ουδέτερο
- η σκεπαστή αγορά υφασμάτων αλλά και άλλων εμπορευμάτων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπεζεστένι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Zeitschrift für Ethnologie, σελ. 226, 1974, Springer-Verlag (ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2011)