βεντετισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βεντετισμός αρσενικό
- το να βεντετίζει κάποιος, να φέρεται σαν βεντέτα
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βεντέτα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βεντετισμός
βεντετισμός αρσενικό