βεντετισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βεντετισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική vedettisme < vedette (βεντέτα) + -isme (-ισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεντετισμός αρσενικό
- το να βεντετίζει κάποιος, να φέρεται σαν βεντέτα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βεντέτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βεντετισμός
|