Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vedette vedettes

vedette (fr) θηλυκό

  1. η βεντέτα
  2. (ναυτικός όρος) ταχύπλοο σκάφος