βεντετίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβεντετίζω
- φέρομαι σαν βεντέτα, δηλαδή σαν πρόσωπο (κυρίως του θεάματος: ηθοποιός, τραγουδιστής) που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη και (ενδεχομένως) έχει εκκεντρική, υπεροπτική ή αλαζονική συμπεριφορά
Συγγενικά
επεξεργασία- βεντετισμός
- → δείτε τη λέξη βεντέτα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βεντετίζω | βεντέτιζα | θα βεντετίζω | να βεντετίζω | βεντετίζοντας | |
β' ενικ. | βεντετίζεις | βεντέτιζες | θα βεντετίζεις | να βεντετίζεις | βεντέτιζε | |
γ' ενικ. | βεντετίζει | βεντέτιζε | θα βεντετίζει | να βεντετίζει | ||
α' πληθ. | βεντετίζουμε | βεντετίζαμε | θα βεντετίζουμε | να βεντετίζουμε | ||
β' πληθ. | βεντετίζετε | βεντετίζατε | θα βεντετίζετε | να βεντετίζετε | βεντετίζετε | |
γ' πληθ. | βεντετίζουν(ε) | βεντέτιζαν βεντετίζαν(ε) |
θα βεντετίζουν(ε) | να βεντετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βεντέτισα | θα βεντετίσω | να βεντετίσω | βεντετίσει | ||
β' ενικ. | βεντέτισες | θα βεντετίσεις | να βεντετίσεις | βεντέτισε | ||
γ' ενικ. | βεντέτισε | θα βεντετίσει | να βεντετίσει | |||
α' πληθ. | βεντετίσαμε | θα βεντετίσουμε | να βεντετίσουμε | |||
β' πληθ. | βεντετίσατε | θα βεντετίσετε | να βεντετίσετε | βεντετίστε | ||
γ' πληθ. | βεντέτισαν βεντετίσαν(ε) |
θα βεντετίσουν(ε) | να βεντετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βεντετίσει | είχα βεντετίσει | θα έχω βεντετίσει | να έχω βεντετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βεντετίσει | είχες βεντετίσει | θα έχεις βεντετίσει | να έχεις βεντετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βεντετίσει | είχε βεντετίσει | θα έχει βεντετίσει | να έχει βεντετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βεντετίσει | είχαμε βεντετίσει | θα έχουμε βεντετίσει | να έχουμε βεντετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βεντετίσει | είχατε βεντετίσει | θα έχετε βεντετίσει | να έχετε βεντετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βεντετίσει | είχαν βεντετίσει | θα έχουν βεντετίσει | να έχουν βεντετίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βεντετίζω
|