βενέτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βενέτικος < μεσαιωνική ελληνική βενέτικος / βενετικός < Βενετία
Επίθετο
επεξεργασίαβενέτικος
- άλλη μορφή του βενετικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βενετία
Μεταφράσεις
επεξεργασία βενέτικος
|