βελονοθεραπευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βελονοθεραπευτικός
- που έχει σχέση με τη βελονοθεραπεία, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις βελονοθεραπεία, βελόνα και θεραπεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
βελονοθεραπευτικός
|