↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βελονοθεραπευτικός η βελονοθεραπευτική το βελονοθεραπευτικό
      γενική του βελονοθεραπευτικού της βελονοθεραπευτικής του βελονοθεραπευτικού
    αιτιατική τον βελονοθεραπευτικό τη βελονοθεραπευτική το βελονοθεραπευτικό
     κλητική βελονοθεραπευτικέ βελονοθεραπευτική βελονοθεραπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βελονοθεραπευτικοί οι βελονοθεραπευτικές τα βελονοθεραπευτικά
      γενική των βελονοθεραπευτικών των βελονοθεραπευτικών των βελονοθεραπευτικών
    αιτιατική τους βελονοθεραπευτικούς τις βελονοθεραπευτικές τα βελονοθεραπευτικά
     κλητική βελονοθεραπευτικοί βελονοθεραπευτικές βελονοθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βελονοθεραπευτικός < βελόνα + -ο- + θεραπεύω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

βελονοθεραπευτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία