Ετυμολογία

επεξεργασία
βδελυκτός < ελληνιστική κοινή βδελυκτός

  Επίθετο

επεξεργασία

βδελυκτός, -ή, -όν

  1. απεχθής
  2. ανόσιος



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βδελυκτός βδελυκτή τὸ βδελυκτόν
      γενική τοῦ βδελυκτοῦ τῆς βδελυκτῆς τοῦ βδελυκτοῦ
      δοτική τῷ βδελυκτ τῇ βδελυκτ τῷ βδελυκτ
    αιτιατική τὸν βδελυκτόν τὴν βδελυκτήν τὸ βδελυκτόν
     κλητική ! βδελυκτέ βδελυκτή βδελυκτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βδελυκτοί αἱ βδελυκταί τὰ βδελυκτᾰ́
      γενική τῶν βδελυκτῶν τῶν βδελυκτῶν τῶν βδελυκτῶν
      δοτική τοῖς βδελυκτοῖς ταῖς βδελυκταῖς τοῖς βδελυκτοῖς
    αιτιατική τοὺς βδελυκτούς τὰς βδελυκτᾱ́ς τὰ βδελυκτᾰ́
     κλητική ! βδελυκτοί βδελυκταί βδελυκτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βδελυκτώ τὼ βδελυκτᾱ́ τὼ βδελυκτώ
      γεν-δοτ τοῖν βδελυκτοῖν τοῖν βδελυκταῖν τοῖν βδελυκτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βδελυκτός < βδελύσσομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

βδελυκτός, -ή, -όν