βδελυκτός
Ετυμολογία
επεξεργασία- βδελυκτός < ελληνιστική κοινή βδελυκτός
Επίθετο
επεξεργασίαβδελυκτός, -ή, -όν
Πηγές
επεξεργασία- βδελυκτός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βδελυκτός < βδελύσσομαι
Επίθετο
επεξεργασίαβδελυκτός, -ή, -όν
Πηγές
επεξεργασία- βδελυκτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βδελυκτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.