Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βδελλάτος η βδελλάτη το βδελλάτο
      γενική του βδελλάτου της βδελλάτης του βδελλάτου
    αιτιατική τον βδελλάτο τη βδελλάτη το βδελλάτο
     κλητική βδελλάτε βδελλάτη βδελλάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βδελλάτοι οι βδελλάτες τα βδελλάτα
      γενική των βδελλάτων των βδελλάτων των βδελλάτων
    αιτιατική τους βδελλάτους τις βδελλάτες τα βδελλάτα
     κλητική βδελλάτοι βδελλάτες βδελλάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βδελλάτος < βδέλλα + -άτος

  Επίθετο επεξεργασία

βδελλάτος

  1. αυτός που φέρεται με βδέλλες
  2. (αργκό) ο κολιτηριτζής, αυτός που προσκολλάει έντονα για ίδιο όφελος (στη γλώσσα των κακοποιών)

  Μεταφράσεις επεξεργασία