βδελλάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβδελλάτος
- αυτός που φέρεται με βδέλλες
- (αργκό) ο κολιτηριτζής, αυτός που προσκολλάει έντονα για ίδιο όφελος (στη γλώσσα των κακοποιών)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βδελλάτος
|