κολιτηριτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολιτηριτζής αρσενικό
- ο επιτήδειος, να προσκολλάει σε άτομα τα οποία απομυζά για ίδιο όφελος, ο βδελλάτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολιτηριτζής
|
κολιτηριτζής αρσενικό
|